- δηιοτῆτι
- δηϊοτῆτι , δηιοτήςbattle-strifefem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
επαγάλλομαι — ἐπαγάλλομαι (AM) [αγάλλομαι] χαίρομαι υπερβολικά για κάτι (α. «μηδ ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ και δηιοτῆτι», Ομ. Ιλ. β. «διὸ ἐπαγαλλόμενοι, σέ, Θεοτόκε, μεγαλύνομεν», Μηναία) … Dictionary of Greek
ιότης — ἰότης, ἡ (Α) 1. θέληση, επιθυμία («θεῶν ἰότητι» με τη θέληση τών θεών, Ομ. Οδ.) 2. για χάρη κάποιου, ένεκα («ἰότητι γάμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *isto (μετοχικός τ., πρβλ. αρχ. ινδ. ista «ποθητός»), οπότε η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek